συνεκθλίβει

συνεκθλίβει
συνεκθλί̱βει , σύν-ἐκθλίβω
squeeze out
pres ind mp 2nd sg
συνεκθλί̱βει , σύν-ἐκθλίβω
squeeze out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεκθλίβω — Α 1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.) 2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”